- αδαμαντοκόσμητος
- -η, -ο [αδαμαντοκοσμώ]ο διακοσμημένος με διαμάντια, αδαμαντοκόλλητος, αδαμαντοποίκιλτος, αδαμαντόδετος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδαμαντοκοσμώ — ( έω) κοσμώ, στολίζω με διαμάντια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδάμας + κοσμώ. ΠΑΡ. αδαμαντοκόσμητος] … Dictionary of Greek
αδαμαντοποίκιλτος — η, ο ο διακοσμημένος με διαμάντια, αδαμαντοκόσμητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδάμας + ποικίλλω] … Dictionary of Greek